- ἐννοηθέντων
- ἐννοέωhave in one's thoughtsaor part pass masc/neut gen plἐννοέωhave in one's thoughtsaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγορευτικός — ἐξαγορευτικός, ή, όν (Α) [εξαγορεύω] ο αρμόδιος να εκφράσει ή να ερμηνεύσει κάτι («καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική, καὶ τῶν ἀφανῶν σαγηνευτική [επιστήμη], Λουκιαν.) … Dictionary of Greek